- χειμόσπορος
- -ον, Α(για καρπό) αυτός που τόν σπέρνουν τον χειμώνα («χειμόσποροι πυροί», Θεόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα (βλ. λ. χειμώνας) + -σπόρος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. μηλό-σπορος, πρωΐ-σπορος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειμοσπόρους — χειμόσπορος sown in winter masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμοσπορούμαι — έομαι, Α [χειμόσπορος] (για καρπό) σπέρνομαι κατά τον χειμώνα … Dictionary of Greek